Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

AΟΡΙΣΤΟΣ Β΄

 ΑΣΚΗΣΕΙΣ

1) Να γραφούν τα ρήματα στον ενεστώτα ενεργητικής φωνής από τα οποία προέρχονται οι παρακάτω τύποι:

  • ἀφέλησθε…………………………………………………………………………….
  • πυθέσθαι…………………………………………………………………………….
  • πιθέσθαι……………………………………………………………………………….
  • πάθωσι…………………………………………………………………………………            
 2) Να γραφούν οι τύποι που ζητούνται στον αόριστο β΄ :
    • ἀποσχέσθαι: β΄ ενικό προστακτική στην άλλη φωνή………………………
    • γενέσθαι : γ΄ πληθ. ευκτική…………………………………………………………
    • μαθεῖν : μετοχή στο θηλυκό ονομαστ. στην ίδια φωνή…………………
    • ἐξηῦρον: β΄ ενικό προστακτική στην ίδια φωνή……………………… 
    • εἰπεῖν : γ΄ πληθ. υποτ. στην ίδια φωνή………………………………… 
    • μεταλαβεῖν: β΄ ενικό οριστ. στην άλλη φωνή………………………… 
    • τύχοιμι: γ΄ πληθ. προστακ. στην ίδια φωνή……………………………
    • ἀπελθών: β΄ ενικό προστακτική στην ίδια φωνή…………………
    • μετέσχον: α΄ ενικό ευκτική στην ίδια φωνή ………………………
    • ἀπενεγκεῖν: α΄ πληθ. οριστ. στην άλλη φωνή…………………………
    • καταβαλόντα : απαρέμφατο στην άλλη φωνή…………………………
    • γνῶναι: β΄ ενικό προστακτική στην ίδια φωνή………………………

    3) Να γραφεί το γ΄ ενικό σε όλες τις εγκλίσεις του αορίστου β΄ στη φωνή που βρίσκονται οι παρακάτω τύποι:

    • ἀνέβην………………………………………………………………… ἀποδιδράσκουσι………………………………………………………………..
    • ἔγνωσαν ……………………………………………………………………….
    • ἕλοιτο………………………………………………………………………………..
    • ὀφθῇ………………………………………………………………………………….
      
    4) Να γραφούν οι ζητούμενοι τύποι στον αόριστο β΄ στην ίδια φωνή που βρίσκονται οι τύποι που δίνονται:


    Β΄πληθ. οριστ.
    Β΄ενικό προστ.
    Απαρ.
    καταλαμβάνει



    παρέξειν



    ἄγειν



    καταλελειμμένοι



    ἦλθον



    ὄψεσθαι



    ἀναγνοὺς



    γενόμενος



    ἀνεῖλε



    ἐπυνθάνετο




    Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

    ΗΣΙΟΔΟΣ - Mύθος των πέντε γενεών

    Ο Ησίοδος  στο έργο του ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ τοποθετεί το μύθο των πέντε γενεών όπου μιλά για τη σταθερή κατάπτωση της ανθρωπότητας. Πρόκειται για ένα μύθο απαισιόδοξο, μια εκδοχή της ιστορίας που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εξελικτική αισιοδοξία κατά την εποχή του ελληνικού διαφωτισμού. Οι πέντε εποχές είναι η χρυσή, η αργυρή, η χάλκινη, η ηρωική και η σιδερένια. Μια καθοδική πορεία προς την αδικία και τη βία. Ωστόσο, αν δούμε συνολικά το έργο, δεν υπάρχει μια μοιρολατρική υποταγή. Τη σωτηρία τελικά  προσφέρουν η εργασία και η δικαιοσύνη, στις οποίες είναι στραμμένο το βλέμμα του θεού. Βέβαια ο Ησίοδος δεν είναι και ένας κοινωνικός επαναστάτης. Απλώς επιθυμεί να εξυγιάνει την κοινωνία του με τους βασικούς κανόνες της διακιοσύνης.

      ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ (στίχοι 106-201)

    Εἰ δ' ἐθέλεις, ἕτερόν τοι ἐγὼ λόγον ἐκκορυφώσω

    εὖ καὶ ἐπισταμένως· σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν.
    ὡς ὁμόθεν γεγάασι θεοὶ θνητοί τ' ἄνθρωποι.
          Χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος μερόπων ἀνθρώπων
    ἀθάνατοι ποίησαν Ὀλύμπια δώματ' ἔχοντες.                                                  
    οἳ μὲν ἐπὶ Κρόνου ἦσαν, ὅτ' οὐρανῷ ἐμϐασίλευεν·
    ὥστε θεοὶ δ' ἔζωον ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες
    νόσφιν ἄτερ τε πόνων καὶ ὀιζύος· οὐδέ τι δειλὸν
    γῆρας ἐπῆν, αἰεὶ δὲ πόδας καὶ χεῖρας ὁμοῖοι
    τέρποντ' ἐν θαλίῃσι κακῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων·                                              
    θνῇσκον δ' ὥσθ' ὕπνῳ δεδμημένοι· ἐσθλὰ δὲ πάντα
    τοῖσιν ἔην· καρπὸν δ' ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα
    αὐτομάτη πολλόν τε καὶ ἄφθονον· οἳ δ' ἐθελημοὶ
    ἥσυχοι ἔργ' ἐνέμοντο σὺν ἐσθλοῖσιν πολέεσσιν.
    [ἀφνειοὶ μήλοισι, φίλοι μακάρεσσι θεοῖσιν.]                                                 
    αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τοῦτο γένος κατὰ γαῖ' ἐκάλυψε,
    τοὶ μὲν δαίμονες ἁγνοὶ ἐπιχθόνιοι καλέονται
    ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων,
    [οἵ ῥα φυλάσσουσίν τε δίκας καὶ σχέτλια ἔργα
    ἠέρα ἑσσάμενοι πάντη φοιτῶντες ἐπ' αἶαν,]                                                   
    πλουτοδόται· καὶ τοῦτο γέρας βασιλήιον ἔσχον.
          Δεύτερον αὖτε γένος πολὺ χειρότερον μετόπισθεν
    ἀργύρεον ποίησαν Ὀλύμπια δώματ' ἔχοντες,
    χρυσέῳ οὔτε φυὴν ἐναλίγκιον οὔτε νόημα.
    ἀλλ' ἑκατὸν μὲν παῖς ἔτεα παρὰ μητέρι κεδνῇ                                                 
    ἐτρέφετ' ἀτάλλων, μέγα νήπιος, ᾧ ἐνὶ οἴκῳ.
    ἀλλ' ὅτ' ἄρ' ἡϐήσαι τε καὶ ἥϐης μέτρον ἵκοιτο,
    παυρίδιον ζώεσκον ἐπὶ χρόνον, ἄλγε' ἔχοντες
    ἀφραδίῃς· ὕϐριν γὰρ ἀτάσθαλον οὐκ ἐδύναντο
    ἀλλήλων ἀπέχειν, οὐδ' ἀθανάτους θεραπεύειν                                              
    ἤθελον οὐδ' ἔρδειν μακάρων ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς,
    ἣ θέμις ἀνθρώποις κατὰ ἤθεα. τοὺς μὲν ἔπειτα
    Ζεὺς Κρονίδης ἔκρυψε χολούμενος, οὕνεκα τιμὰς
    οὐκ ἔδιδον μακάρεσσι θεοῖς, οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν.
    αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖ' ἐκάλυψε,                                               
    τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι μάκαρες θνητοῖς καλέονται,
    δεύτεροι, ἀλλ' ἔμπης τιμὴ καὶ τοῖσιν ὀπηδεῖ.
      Ζεὺς δὲ πατὴρ τρίτον ἄλλο γένος μερόπων ἀνθρώπων χάλκειον ποίησ', οὐκ ἀργυρέῳ οὐδὲν ὁμοῖον,
    ἐκ μελιᾶν, δεινόν τε καὶ ὄϐριμον· οἷσιν Ἄρηος                                              
    ἔργ' ἔμελεν στονόεντα καὶ ὕϐριες· οὐδέ τι σῖτον
    ἤσθιον, ἀλλ' ἀδάμαντος ἔχον κρατερόφρονα θυμόν,
    [ἄπλαστοι· μεγάλη δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι
    ἐξ ὤμων ἐπέφυκον ἐπὶ στιϐαροῖσι μέλεσσιν.]
    χαλκῷ δ' εἰργάζοντο· μέλας δ' οὐκ ἔσκε σίδηρος.
    καὶ τοὶ μὲν χείρεσσιν ὕπο σφετέρῃσι δαμέντες
    βῆσαν ἐς εὐρώεντα δόμον κρυεροῦ Αίδαο
    νώνυμνοι· θάνατος δὲ καὶ ἐκπάγλους περ ἐόντας
    εἷλε μέλας, λαμπρὸν δ' ἔλιπον φάος ἠελίοιο.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖ' ἐκάλυψεν,
    αὖτις ἔτ' ἄλλο τέταρτον ἐπὶ χθονὶ πουλυϐοτείρῃ
    Ζεὺς Κρονίδης ποίησε, δικαιότερον καὶ ἄρειον,
    ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, οἳ καλέονται
    ἡμίθεοι, προτέρη γενεὴ κατ' ἀπείρονα γαῖαν.                                                
    καὶ τοὺς μὲν πόλεμός τε κακὸς καὶ φύλοπις αἰνή,
    τοὺς μὲν ὑφ' ἑπταπύλῳ Θήϐῃ, Καδμηίδι γαίῃ,
    ὤλεσε μαρναμένους μήλων ἕνεκ' Οἰδιπόδαο,
    τοὺς δὲ καὶ ἐν νήεσσιν ὑπὲρ μέγα λαῖτμα θαλάσσης
    ἐς Τροίην ἀγαγὼν Ἑλένης ἕνεκ' ἠυκόμοιο.                                               
    [ἔνθ' ἦ τοι τοὺς μὲν θανάτου τέλος ἀμφεκάλυψε,]
    τοῖς δὲ δίχ' ἀνθρώπων βίοτον καὶ ἤθε' ὀπάσσας
    Ζεὺς Κρονίδης κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης.
    καὶ τοὶ μὲν ναίουσιν ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες                                                   
    ἐν μακάρων νήσοισι παρ' Ὠκεανὸν βαθυδίνην,
    ὄλϐιοι ἥρωες, τοῖσιν μελιηδέα καρπὸν
    τρὶς ἔτεος θάλλοντα φέρει ζείδωρος ἄρουρα.
    τηλοῦ ἀπ' ἀθανάτων· τοῖσιν Κρόνος ἐμϐασιλεύει.                                            
    τοῦ γὰρ δεσμὸ]ν ἔλυσε πα[τὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε.                                       
    τοῖσι δ' ὁμῶς ν]εάτοις τιμὴ [καὶ κῦδος ὀπηδεῖ.
    Πέμπτον δ' αὖτις ἔτ' ἄ]λλο γένος θῆκ' [εὐρύοπα Ζεὺς                                
    ἀνδρῶν, οἳ] γεγάασιν ἐπὶ [χθονὶ πουλυϐοτείρῃ.]                                             
    μηκέτ' ἔπειτ' ὤφελλον ἐγὼ πέμπτοισι μετεῖναι                                
    ἀνδράσιν, ἀλλ' ἢ πρόσθε θανεῖν ἢ ἔπειτα γενέσθαι.                                        
    νῦν γὰρ δὴ γένος ἐστὶ σιδήρεον· οὐδέ ποτ' ἦμαρ
    παύονται καμάτου καὶ ὀιζύος, οὐδέ τι νύκτωρ
    φθειρόμενοι. χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας·
    ἀλλ' ἔμπης καὶ τοῖσι μεμείξεται ἐσθλὰ κακοῖσιν.
    Ζεὺς δ' ὀλέσει καὶ τοῦτο γένος μερόπων ἀνθρώπων,                                       
    εὖτ' ἂν γεινόμενοι πολιοκρόταφοι τελέθωσιν.
    οὐδὲ πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιος οὐδέ τι παῖδες,
    οὐδὲ ξεῖνος ξεινοδόκῳ καὶ ἑταῖρος ἑταίρῳ,
    οὐδὲ κασίγνητος φίλος ἔσσεται, ὡς τὸ πάρος περ.
    αἶψα δὲ γηράσκοντας ἀτιμήσουσι τοκῆας·                                       
    μέμψονται δ' ἄρα τοὺς χαλεποῖς βάζοντες ἔπεσσι
    σχέτλιοι οὐδὲ θεῶν ὄπιν εἰδότες· οὐδέ κεν οἵ γε
    γηράντεσσι τοκεῦσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῖεν
    [χειροδίκαι· ἕτερος δ' ἑτέρου πόλιν ἐξαλαπάξει.]
    οὐδέ τις εὐόρκου χάρις ἔσσεται οὔτε δικαίου                                          
    οὔτ' ἀγαθοῦ, μᾶλλον δὲ κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕϐριν
    ἀνέρες αἰνήσουσι· δίκη δ' ἐν χερσί, καὶ αἰδὼς
    οὐκ ἔσται· βλάψει δ' ὁ κακὸς τὸν ἀρείονα φῶτα
    μύθοισιν σκολιοῖς ἐνέπων, ἐπὶ δ' ὅρκον ὀμεῖται.
    ζῆλος δ' ἀνθρώποισιν ὀιζυροῖσιν ἅπασι                                                       
    δυσκέλαδος κακόχαρτος ὁμαρτήσει, στυγερώπης.
    καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
    λευκοῖσιν φάρεσσι καλυψαμένα χρόα καλὸν
    ἀθανάτων μετὰ φῦλον ἴτον προλιπόντ' ἀνθρώπους
    Αἰδὼς καὶ Νέμεσις· τὰ δὲ λείψεται ἄλγεα λυγρὰ                                            
    θνητοῖς ἀνθρώποισι· κακοῦ δ' οὐκ ἔσσεται ἀλκή.